- αδιακόσμητος
- -η, -οαυτός που δεν έχει διακοσμηθεί, στολιστεί: Η αίθουσα ήταν μεγάλη, άνετη, αλλά αδιακόσμητη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀδιακόσμητος — not set in order masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιακόσμητος — η, ο (Α ἀδιακόσμητος, ον) [διακοσμῶ] νεοελλ. αστόλιστος, ακαλλώπιστος αρχ. ατακτοποίητος, αδιευθέτητος … Dictionary of Greek
ἀδιακόσμητον — ἀδιακόσμητος not set in order masc/fem acc sg ἀδιακόσμητος not set in order neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιακόσμητα — ἀδιακόσμητος not set in order neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαρνίριστος — η, ο [γαρνίρω] 1. ο χωρίς γαρνιτούρα, αστόλιστος, αδιακόσμητος 2. (για φαγητά) αυτά που σερβίρονται σκέτα, χωρίς γαρνίρισμα … Dictionary of Greek
αδιάνθιστος — η, ο [διανθίζω] 1. αυτός που δεν διανθίστηκε, αστόλιστος, αδιακόσμητος 2. (για λόγο) ακαλλώπιστος, άχαρος, κοινός … Dictionary of Greek
αδιάσκευος — ἀδιάσκευος, ον (Α) [διασκευή] αδιακόσμητος, αδιαρρύθμιστος … Dictionary of Greek
αδιαποίκιλτος — η, ο [διαποικίλλω] αδιακόσμητος, αστόλιστος … Dictionary of Greek
αζωγράφιστος — η, ο [ζωγραφίζω] 1. αυτός που δεν τόν ζωγράφισε κανείς, που δεν τόν απεικόνισε, ο μη ζωγραφισμένος 2. που δεν διακοσμήθηκε ή δεν είναι δυνατόν να διακοσμηθεί με ζωγραφική, ο αδιακόσμητος … Dictionary of Greek
ακόσμητος — η, ο (Α ἀκόσμητος, ον) αδιακόσμητος, αστόλιστος αρχ. 1. αυτός που δεν βρίσκεται σε τάξη, ακατάστατος, άτακτος 2. (για ύφος λόγου) ακαλλώπιστος, λιτός, απέριττος 3. ανεφοδίαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κοσμητὸς < κοσμῶ] … Dictionary of Greek